- κορδωμένος
- η , ο1) натянутый (о верёвке и т. п.); 2) надменный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κορδώνω — κόρδωσα, κορδώθηκα, κορδωμένος 1. τεντώνω κάτι, τσιτώνω: Μην κορδώνεις πολύ το σκοινί, γιατί θα σπάσει. 2. το μέσ., κορδώνομαι υψώνω πολύ το κεφάλι, καμαρώνω, περηφανεύομαι: Περπατά κορδωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορδωτός — ή, ό [κορδώνω] 1. κορδωμένος, τεντωμένος 2. καμαρωτός. Επιρ. κορδωτά 1. με κορδωτό τρόπο, τεντωμένα 2. αγέρωχα, περήφανα … Dictionary of Greek
κοτσώνω — (I) 1. εξογκώνομαι, φουσκώνω 2. επαίρομαι, κορδώνομαι, υπερηφανεύομαι, καμαρώνω 3. (συν. η μετχ. παθ. παρακμ.) κοτσωμένος, η, ο κορδωμένος, καμαρωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοτσάνι]. (II) κοτσώνω (Μ) πίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
κορδώνομαι — κορδώνομαι, κορδώθηκα, κορδωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κορδοπατώ — κορδοπάτησα, κορδοπατήθηκα, κορδοπατημένος, βαδίζω κορδωμένος, περπατώ θυμωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορδωτός, -ή — ό κορδωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)